introduce changes - translation to ιταλικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

introduce changes - translation to ιταλικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
The Changes; Changes (song); The Changes (disambiguation); Changes (album); Changes (disambiguation); Changes (film); Changes..; Changes...

introduce changes      
introdurre cambiamenti
novatore      
innovating, introducing changes, advocating changes
climatic changes         
cambiamenti di clima

Ορισμός

habitual
[h?'b?t???l, -tj??l]
¦ adjective
1. done constantly or as a habit.
2. regular; usual: his habitual dress.
Derivatives
habitually adverb
Origin
ME (in the sense 'part of one's character'): from med. L. habitualis, from habitus (see habit).

Βικιπαίδεια

Changes
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για introduce changes
1. The commission has no powers to introduce changes.
2. The government has said that it plans to introduce changes to the pension system in the first half of 2008.
3. Rectors presented a series of demands to Stylianidis, including increased budgets, allowing more time to implement reforms and revising some procedures being used to introduce changes.
4. But the scale has been much higher than expected, forcing the Treasury to introduce changes, first outlined in the 2005 pre–budget report.
5. A government report in 2003 estimated that nearly half of all death certificates were inaccurate and promises were made to introduce changes.